κανονιοβολώ

κανονιοβολώ
ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι-ο-βολώ αντί τού αναμενομένου κανον-ο-βολώ < κανόνι (I) + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο-βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο- ως α' συνθετικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κανονιοβολώ — κανονιοβολώ, κανονιοβόλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κανονιοβολώ — κανονιοβόλησα, κανονιοβολήθηκα, κανονιοβολημένος, ρίχνω κανονιές: Κανονιοβόλησαν την πόλη και γκρέμισαν πολλά σπίτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εσωβροντώ — ἐσωβροντῶ (Μ) κανονιοβολώ στο εσωτερικό κάποιου τόπου …   Dictionary of Greek

  • κανονιοβολισμός — ο 1. βολή πυροβόλου, κανονιά 2. συνεχής βολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιοβολώ (πρβλ. βολισμός < πυροβολώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κανονιοθυρίδα — η μικρό άνοιγμα σε πλευρά τείχους, φρουρίου ή πλοίου από το οποίο βάλλει το τηλεβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιοθυρίδα αντί* κανονιοθυρίδα (βλ. λ. κανονιοβολώ). κανόνι(Ι) + θυρίδα] …   Dictionary of Greek

  • κανονιοστάσιο — το το πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κανονιοστάσιο αντί τού αναμενομένου κανονοστάσιο (βλ. λ. κανονιοβολώ) κανόνι(Ι) + στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στατός, + κατάλ. σιο), πρβλ. εικονο στάσιο, εργο στάσιο] …   Dictionary of Greek

  • κανονιοφόρος — η 1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα 2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος,… …   Dictionary of Greek

  • κανονιόκρανο — το το εξόγκωμα που βρίσκεται γύρω από το στόμιο τής προτομής τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. κανονιόκρανο αντί* κανονόκρανο (βλ. λ. κανονιοβολώ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κρανο (< κρᾱνον «κρανίο», τ. που μαρτυρείται μόνο στο β συνθετικό σύνθ.… …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”