κανονιοβολώ — κανονιοβολώ, κανονιοβόλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κανονιοβολώ — κανονιοβόλησα, κανονιοβολήθηκα, κανονιοβολημένος, ρίχνω κανονιές: Κανονιοβόλησαν την πόλη και γκρέμισαν πολλά σπίτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εσωβροντώ — ἐσωβροντῶ (Μ) κανονιοβολώ στο εσωτερικό κάποιου τόπου … Dictionary of Greek
κανονιοβολισμός — ο 1. βολή πυροβόλου, κανονιά 2. συνεχής βολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιοβολώ (πρβλ. βολισμός < πυροβολώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
κανονιοθυρίδα — η μικρό άνοιγμα σε πλευρά τείχους, φρουρίου ή πλοίου από το οποίο βάλλει το τηλεβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιοθυρίδα αντί* κανονιοθυρίδα (βλ. λ. κανονιοβολώ). κανόνι(Ι) + θυρίδα] … Dictionary of Greek
κανονιοστάσιο — το το πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κανονιοστάσιο αντί τού αναμενομένου κανονοστάσιο (βλ. λ. κανονιοβολώ) κανόνι(Ι) + στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στατός, + κατάλ. σιο), πρβλ. εικονο στάσιο, εργο στάσιο] … Dictionary of Greek
κανονιοφόρος — η 1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα 2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος,… … Dictionary of Greek
κανονιόκρανο — το το εξόγκωμα που βρίσκεται γύρω από το στόμιο τής προτομής τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. κανονιόκρανο αντί* κανονόκρανο (βλ. λ. κανονιοβολώ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κρανο (< κρᾱνον «κρανίο», τ. που μαρτυρείται μόνο στο β συνθετικό σύνθ.… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek